καταξεσκίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταξεσκίζω < μεσαιωνική ελληνική καταξεσκίζω / καταξεσχίζω < κατά + ξεσκίζω / ξεσχίζω < σκίζω < αρχαία ελληνική σχίζω < πρωτοελληνική *skʰíďďō < αρχαία ελληνική σχίζω *skeyd- (διαιρώ, χωρίζω)

Ρήμα

καταξεσκίζω (παθητική φωνή: καταξεσκίζομαι / καταξεσχίζομαι)

  1. σκίζω κάτι τελείως
  2. προξενώ τραύματα, γδαρσίματα κ.λπ.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.