καταξεσχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταξεσχίζω < μεσαιωνική ελληνική καταξεσχίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταξεσχίζω | καταξέσχιζα | θα καταξεσχίζω | να καταξεσχίζω | καταξεσχίζοντας | |
| β' ενικ. | καταξεσχίζεις | καταξέσχιζες | θα καταξεσχίζεις | να καταξεσχίζεις | καταξέσχιζε | |
| γ' ενικ. | καταξεσχίζει | καταξέσχιζε | θα καταξεσχίζει | να καταξεσχίζει | ||
| α' πληθ. | καταξεσχίζουμε | καταξεσχίζαμε | θα καταξεσχίζουμε | να καταξεσχίζουμε | ||
| β' πληθ. | καταξεσχίζετε | καταξεσχίζατε | θα καταξεσχίζετε | να καταξεσχίζετε | καταξεσχίζετε | |
| γ' πληθ. | καταξεσχίζουν(ε) | καταξέσχιζαν καταξεσχίζαν(ε) |
θα καταξεσχίζουν(ε) | να καταξεσχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταξέσχισα | θα καταξεσχίσω | να καταξεσχίσω | καταξεσχίσει | ||
| β' ενικ. | καταξέσχισες | θα καταξεσχίσεις | να καταξεσχίσεις | καταξέσχισε | ||
| γ' ενικ. | καταξέσχισε | θα καταξεσχίσει | να καταξεσχίσει | |||
| α' πληθ. | καταξεσχίσαμε | θα καταξεσχίσουμε | να καταξεσχίσουμε | |||
| β' πληθ. | καταξεσχίσατε | θα καταξεσχίσετε | να καταξεσχίσετε | καταξεσχίστε | ||
| γ' πληθ. | καταξέσχισαν καταξεσχίσαν(ε) |
θα καταξεσχίσουν(ε) | να καταξεσχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταξεσχίσει | είχα καταξεσχίσει | θα έχω καταξεσχίσει | να έχω καταξεσχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταξεσχίσει | είχες καταξεσχίσει | θα έχεις καταξεσχίσει | να έχεις καταξεσχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταξεσχίσει | είχε καταξεσχίσει | θα έχει καταξεσχίσει | να έχει καταξεσχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταξεσχίσει | είχαμε καταξεσχίσει | θα έχουμε καταξεσχίσει | να έχουμε καταξεσχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταξεσχίσει | είχατε καταξεσχίσει | θα έχετε καταξεσχίσει | να έχετε καταξεσχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταξεσχίσει | είχαν καταξεσχίσει | θα έχουν καταξεσχίσει | να έχουν καταξεσχίσει |
| |
Μεταφράσεις
καταξεσχίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.