κατανόησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατανόησῐς | αἱ | κατανοήσεις |
| γενική | τῆς | κατανοήσεως | τῶν | κατανοήσεων |
| δοτική | τῇ | κατανοήσει | ταῖς | κατανοήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κατανόησῐν | τὰς | κατανοήσεις |
| κλητική ὦ! | κατανόησῐ | κατανοήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατανοήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατανοησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατανόησις < κατανοέω / κατανοῶ, κατανοη- + -σις < κατά + αρχαία ελληνική νοέω
Πηγές
- κατανόησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατανόησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.