κατανοήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κατανοήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατανοώ
  2. θα κατανοήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατανοώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κατανοήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατανόηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.