καταναυμαχήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
καταναυμαχήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταναυμαχώ
- θα καταναυμαχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταναυμαχώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καταναυμαχήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταναυμάχηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.