καταμετρητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταμετρητής οι καταμετρητές
      γενική του καταμετρητή των καταμετρητών
    αιτιατική τον καταμετρητή τους καταμετρητές
     κλητική καταμετρητή καταμετρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταμετρητής < καταμετρώ + -τής

Ουσιαστικό

καταμετρητής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) άτομο που καταμετρά
  2. όργανο που καταμετρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.