καταμετρήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταμετρήτρια οι καταμετρήτριες
      γενική της καταμετρήτριας των καταμετρητριών
    αιτιατική την καταμετρήτρια τις καταμετρήτριες
     κλητική καταμετρήτρια καταμετρήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταμετρήτρια < καταμετρητής + -τρια

Ουσιαστικό

καταμετρήτρια[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.