καταμετρήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταμετρήτρια | οι | καταμετρήτριες |
| γενική | της | καταμετρήτριας | των | καταμετρητριών |
| αιτιατική | την | καταμετρήτρια | τις | καταμετρήτριες |
| κλητική | καταμετρήτρια | καταμετρήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταμετρήτρια < καταμετρητής + -τρια
Μεταφράσεις
καταμετρήτρια
|
|
- καταμετρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.