καταλείπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταλείπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταλείπω[1] < κατά + λείπω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική résidu ή reliques

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈli.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταλείπω

Ρήμα

καταλείπω, αόρ.: κατέλιπα, παθ.φωνή: καταλείπομαι, παθητικοί, μόνον τύποι στο ενεστωτικό θέμα

  1. κληροδοτώ, γράφω ένα κληροδότημα, μια κληρονομιά
  2. μεταβιβάζω αρμοδιότητα
    Θα λείψω για δύο βδομάδες, οπότε σου καταλείπω την όποια πρωτοβουλία ορθής διαχείρισης της επιχείρησης. Φρόντισε μη φαλιρίσουμε, καλώς;

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

καταλείπω < κατα- + λείπω

Ρήμα

καταλείπω

  • ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

  • ...
  • κατάλειμμα
  •  και δείτε τη λέξη λείπω

{{}}

  • ἐγκαταλείπω
  • ...

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.