εγκατακρήμνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκατακρήμνιση οι εγκατακρημνίσεις
      γενική της εγκατακρήμνισης* των εγκατακρημνίσεων
    αιτιατική την εγκατακρήμνιση τις εγκατακρημνίσεις
     κλητική εγκατακρήμνιση εγκατακρημνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκατακρημνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκατακρήμνιση < (εν) εγ- + κατακρήμνιση

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.taˈkɾi.mni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκατακρήμνιση

Ουσιαστικό

εγκατακρήμνιση θηλυκό

Συγγενικά

  • εγκατακρημνισιγενής

Μεταφράσεις

Πηγές

  • διαδίκτυο, 2021.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.