κατακράτησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατακράτησῐς αἱ κατακρατήσεις
      γενική τῆς κατακρατήσεως τῶν κατακρατήσεων
      δοτική τῇ κατακρατήσει ταῖς κατακρατήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατακράτησῐν τὰς κατακρατήσεις
     κλητική ! κατακράτησῐ κατακρατήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατακρατήσει
γεν-δοτ τοῖν  κατακρατησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατακράτησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατακρατέω / κατακρατῶ, κατακρατη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + κράτησις

Ουσιαστικό

κατακράτησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • κατακρατέω

 και δείτε τις λέξεις κρατέω και κράτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.