κατακαίνουριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακαίνουριος η κατακαίνουρια το κατακαίνουριο
      γενική του κατακαίνουριου της κατακαίνουριας του κατακαίνουριου
    αιτιατική τον κατακαίνουριο την κατακαίνουρια το κατακαίνουριο
     κλητική κατακαίνουριε κατακαίνουρια κατακαίνουριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακαίνουριοι οι κατακαίνουριες τα κατακαίνουρια
      γενική των κατακαίνουριων των κατακαίνουριων των κατακαίνουριων
    αιτιατική τους κατακαίνουριους τις κατακαίνουριες τα κατακαίνουρια
     κλητική κατακαίνουριοι κατακαίνουριες κατακαίνουρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατακαίνουριος < κατα- + καινούργιος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

κατακαίνουριος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.