καταθέτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταθέτρια οι καταθέτριες
      γενική της καταθέτριας των καταθετριών
    αιτιατική την καταθέτρια τις καταθέτριες
     κλητική καταθέτρια καταθέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταθέτρια < καταθέτης + -τρια

Ουσιαστικό

καταθέτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  καταθέτης

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καταθέτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.