καταθέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταθέτης οι καταθέτες
      γενική του καταθέτη των καταθετών
    αιτιατική τον καταθέτη τους καταθέτες
     κλητική καταθέτη καταθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταθέτης < καταθέτω

Ουσιαστικό

καταθέτης αρσενικό

  1. αυτός που καταθέτει
  2. (ειδικότερα) αυτός που καταθέτει χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό ή, γενικότερα, που έχει καταθετικό λογαριασμό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.