καταδιοπτρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταδιοπτρικός | η | καταδιοπτρική | το | καταδιοπτρικό |
| γενική | του | καταδιοπτρικού | της | καταδιοπτρικής | του | καταδιοπτρικού |
| αιτιατική | τον | καταδιοπτρικό | την | καταδιοπτρική | το | καταδιοπτρικό |
| κλητική | καταδιοπτρικέ | καταδιοπτρική | καταδιοπτρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταδιοπτρικοί | οι | καταδιοπτρικές | τα | καταδιοπτρικά |
| γενική | των | καταδιοπτρικών | των | καταδιοπτρικών | των | καταδιοπτρικών |
| αιτιατική | τους | καταδιοπτρικούς | τις | καταδιοπτρικές | τα | καταδιοπτρικά |
| κλητική | καταδιοπτρικοί | καταδιοπτρικές | καταδιοπτρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταδιοπτρικός < κατα- + διοπτρικός λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική catadioptric
Επίθετο
καταδιοπτρικός, -ή, -ό
- (φυσική, τεχνολογία) ο σχετικός με διάταξη φακών και διόπτρων
- ↪ καταδιοπτρικό σύστημα
Μεταφράσεις
καταδιοπτρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.