καταδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταδικός | η | καταδική | το | καταδικό |
| γενική | του | καταδικού | της | καταδικής | του | καταδικού |
| αιτιατική | τον | καταδικό | την | καταδική | το | καταδικό |
| κλητική | καταδικέ | καταδική | καταδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταδικοί | οι | καταδικές | τα | καταδικά |
| γενική | των | καταδικών | των | καταδικών | των | καταδικών |
| αιτιατική | τους | καταδικούς | τις | καταδικές | τα | καταδικά |
| κλητική | καταδικοί | καταδικές | καταδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταδικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
καταδικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.