νιανιά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νιανιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νιανιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- (ηχομιμητική λέξη) μωρουδίστικη λέξη για την πολτοποιημένη τροφή των μωρών
- (μεταφορικά) άχρωμος, ανούσιος, γλυκανάλατος, γραφικά δακρύβρεχτος, βαρετός, κοινότυπος, βαρετός, ανιαρός
Εκφράσεις
- κάνω νιανιά κάτι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- νιανιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νιανιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.