νιανιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νιανιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νιανιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  1. (ηχομιμητική λέξη) μωρουδίστικη λέξη για την πολτοποιημένη τροφή των μωρών
  2. (μεταφορικά) άχρωμος, ανούσιος, γλυκανάλατος, γραφικά δακρύβρεχτος, βαρετός, κοινότυπος, βαρετός, ανιαρός

Εκφράσεις

  • κάνω νιανιά κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.