κατάθλιψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατάθλιψῐς | αἱ | καταθλίψεις | ||||
| γενική | τῆς | καταθλίψεως | τῶν | καταθλίψεων | ||||
| δοτική | τῇ | καταθλίψει | ταῖς | καταθλίψεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κατάθλιψῐν | τὰς | καταθλίψεις | ||||
| κλητική ὦ! | κατάθλιψῐ | καταθλίψεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταθλίψει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταθλιψέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατάθλιψις < καταθλίβ(ω) + -σις > -ψις
Ουσιαστικό
κατάθλιψις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) πίεση προς τα κάτω, κατάθλιψη στη σημασία: συμπίεση
Πηγές
- κατάθλιψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.