καταθλίψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καταθλίψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταθλίβω
  2. θα καταθλίψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταθλίβω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καταθλίψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάθλιψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.