κατάδυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| καταδῠσι-, καταδῠσε- | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | κατάδυσῐς | αἱ | καταδύσεις | ||||
| γενική | τῆς | καταδύσεως | τῶν | καταδύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | καταδύσει | ταῖς | καταδύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κατάδυσῐν | τὰς | καταδύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | κατάδυσῐ | καταδύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταδύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταδυσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατάδυσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταδύ(ω), + -σις
Ουσιαστικό
κατάδυσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) βύθιση στο νερό, καταβύθιση, κατάβαση, κατάδυση
Πηγές
- κατάδυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάδυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.