κατάδυσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καταδῠσι-, καταδῠσε-
ονομαστική κατάδυσῐς αἱ καταδύσεις
      γενική τῆς καταδύσεως τῶν καταδύσεων
      δοτική τῇ καταδύσει ταῖς καταδύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάδυσῐν τὰς καταδύσεις
     κλητική ! κατάδυσῐ καταδύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταδύσει
γεν-δοτ τοῖν  καταδυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάδυσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταδύ(ω), + -σις

Ουσιαστικό

κατάδυσις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.