κατάδοση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατάδοση | οι | καταδόσεις |
| γενική | της | κατάδοσης* | των | καταδόσεων |
| αιτιατική | την | κατάδοση | τις | καταδόσεις |
| κλητική | κατάδοση | καταδόσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταδόσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.