κασκαβάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κασκαβάλι | τα | κασκαβάλια |
| γενική | του | κασκαβαλιού | των | κασκαβαλιών |
| αιτιατική | το | κασκαβάλι | τα | κασκαβάλια |
| κλητική | κασκαβάλι | κασκαβάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τυρί κασκαβάλι κρεμασμένο προς ωρίμανση
Ετυμολογία
- κασκαβάλι < τουρκική kaşkaval[1] < οθωμανική τουρκική قاشقوال < ιταλική caciocavallo < cacio (τυρί) + cavallo (άλογο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.skaˈva.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σκα‐βά‐λι
Ουσιαστικό
κασκαβάλι ουδέτερο
- κασκαβάλ
-
κασκαβάλι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κασκαβάλι
- κασκαβάλι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.