καρυδόξυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρυδόξυλο τα καρυδόξυλα
      γενική του καρυδόξυλου των καρυδόξυλων
    αιτιατική το καρυδόξυλο τα καρυδόξυλα
     κλητική καρυδόξυλο καρυδόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρυδόξυλο < καρυδ(ιά) + -ό- + ξύλο

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾiˈðo.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρυδόξυλο

Ουσιαστικό

καρυδόξυλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.