noce
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| noce | noces |
noce (fr) θηλυκό
- εορτασμός που ακολουθεί έναν γάμο
- γιορτή αναμνηστική ενός γάμου
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που παρευρίσκονται σε έναν γάμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.