noce

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
noce noces

noce (fr) θηλυκό

  1. εορτασμός που ακολουθεί έναν γάμο
  2. γιορτή αναμνηστική ενός γάμου
  3. (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που παρευρίσκονται σε έναν γάμο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.