καρπούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρπούμενος | η | καρπούμενη | το | καρπούμενο |
| γενική | του | καρπούμενου | της | καρπούμενης | του | καρπούμενου |
| αιτιατική | τον | καρπούμενο | την | καρπούμενη | το | καρπούμενο |
| κλητική | καρπούμενε | καρπούμενη | καρπούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρπούμενοι | οι | καρπούμενες | τα | καρπούμενα |
| γενική | των | καρπούμενων | των | καρπούμενων | των | καρπούμενων |
| αιτιατική | τους | καρπούμενους | τις | καρπούμενες | τα | καρπούμενα |
| κλητική | καρπούμενοι | καρπούμενες | καρπούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρπούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος καρπούμαι και καρπώνομαι
Μετοχή
καρπούμενος, η, ο
- που καρπώνεται, επωφελείται
- ...καρπούμενος την απόγνωση και την λαϊκή δυσαρέσκεια
Μεταφράσεις
καρπούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.