καρπουζιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρπουζιά | οι | καρπουζιές |
| γενική | της | καρπουζιάς | των | καρπουζιών |
| αιτιατική | την | καρπουζιά | τις | καρπουζιές |
| κλητική | καρπουζιά | καρπουζιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
καρπουζιά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.