καρπουζιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρπουζιά οι καρπουζιές
      γενική της καρπουζιάς των καρπουζιών
    αιτιατική την καρπουζιά τις καρπουζιές
     κλητική καρπουζιά καρπουζιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρπουζιά < καρπούζι + -ιά < τουρκική karpuz

Ουσιαστικό

καρπουζιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.