καριερίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καριερίστρια | οι | καριερίστριες |
| γενική | της | καριερίστριας | — | |
| αιτιατική | την | καριερίστρια | τις | καριερίστριες |
| κλητική | καριερίστρια | καριερίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καριερίστρια < καριερίστας + κατάληξη θηλυκού -τρια
Μεταφράσεις
καριερίστρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.