καριερίστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καριερίστα οι καριερίστες
      γενική της καριερίστας
    αιτιατική την καριερίστα τις καριερίστες
     κλητική καριερίστα καριερίστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καριερίστα < καριερίστας + -ίστα[1]

Ουσιαστικό

καριερίστα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.