καραμπόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραμπόλα οι καραμπόλες
      γενική της καραμπόλας
    αιτιατική την καραμπόλα τις καραμπόλες
     κλητική καραμπόλα καραμπόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

καραμπόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carambola με αλλαγή του τονισμού της (ιταλική προφορά: /kaˈram.bo.la/) κατά τον τονισμό της λέξης είτε στα γαλλικά (caramoble) ή τουρκικά (karambol).[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈbo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καραμπόλα

Ουσιαστικό

καραμπόλα θηλυκό

  1. η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω το άλλο
  2. το επιτυχημένο χτύπημα μπάλας στο μπιλιάρδο, που πραγματοποιείται όταν ο παίκτης με μία κίνηση χτυπάει τις δύο άλλες μπάλες

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

καραμπόλα < (μεταγραφή) αγγλική carambola < ίσως πορτογαλική carambola < πιθανόν γλώσσα μαράθι

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾamˈbo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καραμπόλα

Ουσιαστικό

καραμπόλα θηλυκό

  • (φρούτο) είδος φυτού και ο καρπός του από την Ινδονησία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.