καραμπόλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καραμπόλα | οι | καραμπόλες |
| γενική | της | καραμπόλας | — | |
| αιτιατική | την | καραμπόλα | τις | καραμπόλες |
| κλητική | καραμπόλα | καραμπόλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- καραμπόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carambola με αλλαγή του τονισμού της (ιταλική προφορά: /kaˈram.bo.la/) κατά τον τονισμό της λέξης είτε στα γαλλικά (caramoble) ή τουρκικά (karambol).[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈbo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐μπό‐λα
Ουσιαστικό
καραμπόλα θηλυκό
Μεταφράσεις
σύγκρουση οχημάτων
|
Ετυμολογία 2
- καραμπόλα < (μεταγραφή) αγγλική carambola < ίσως πορτογαλική carambola < πιθανόν γλώσσα μαράθι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾamˈbo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐μπό‐λα
Αναφορές
- καραμπόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.