καραμελάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καραμελάδικο | τα | καραμελάδικα |
| γενική | του | καραμελάδικου | των | καραμελάδικων |
| αιτιατική | το | καραμελάδικο | τα | καραμελάδικα |
| κλητική | καραμελάδικο | καραμελάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραμελάδικο < καραμέλ(α/ες) + -άδικο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾa.meˈla.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐με‐λά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
καραμελάδικο ουδέτερο
- (προφορικό) το εργαστήριο όπου παρασκευάζονται καραμέλες και διάφορα άλλα ζαχαρωτά ή το κατάστημα που τα πουλάει
- → χρειάζεται παράθεμα
Μεταφράσεις
καραμελάδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.