καραμέλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραμέλωση οι καραμελώσεις
      γενική της καραμέλωσης* των καραμελώσεων
    αιτιατική την καραμέλωση τις καραμελώσεις
     κλητική καραμέλωση καραμελώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καραμελώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραμέλωση < καραμελώνω + -ση

Ουσιαστικό

καραμέλωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.