καραγκιοζοπαίκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καραγκιοζοπαίκτης | οι | καραγκιοζοπαίκτες |
| γενική | του | καραγκιοζοπαίκτη | των | καραγκιοζοπαικτών |
| αιτιατική | τον | καραγκιοζοπαίκτη | τους | καραγκιοζοπαίκτες |
| κλητική | καραγκιοζοπαίκτη | καραγκιοζοπαίκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραγκιοζοπαίκτης < καραγκιόζ(ης) + -ο- + παίκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
καραγκιοζοπαίκτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.