καπνοκαλλιεργητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπνοκαλλιεργητής οι καπνοκαλλιεργητές
      γενική του καπνοκαλλιεργητή των καπνοκαλλιεργητών
    αιτιατική τον καπνοκαλλιεργητή τους καπνοκαλλιεργητές
     κλητική καπνοκαλλιεργητή καπνοκαλλιεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνοκαλλιεργητής < καπνο- + καλλιεργητής

Ουσιαστικό

καπνοκαλλιεργητής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.