καπλάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπλάνι τα καπλάνια
      γενική του καπλανιού των καπλανιών
    αιτιατική το καπλάνι τα καπλάνια
     κλητική καπλάνι καπλάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaplan +

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈpla.ni/

Ουσιαστικό

καπλάνι ουδέτερο

  • (θηλαστικό ζώο, παρωχημένο) είδος αιλουροειδούς, πιθανόν τίγρη ή λεοπάρδαλη. Ο όρος είναι περισσότερο αόριστος και μπορεί να περιγράφει διαφορετικό ζώο ανά περίπτωση.
    Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένας τίγρης, ένα καπλάνι όπως το λένε στο νησί μας. (Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Αθήνα 1963)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.