καπλάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπλάνι | τα | καπλάνια |
| γενική | του | καπλανιού | των | καπλανιών |
| αιτιατική | το | καπλάνι | τα | καπλάνια |
| κλητική | καπλάνι | καπλάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaplan + -ι
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈpla.ni/
Ουσιαστικό
καπλάνι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο, παρωχημένο) είδος αιλουροειδούς, πιθανόν τίγρη ή λεοπάρδαλη. Ο όρος είναι περισσότερο αόριστος και μπορεί να περιγράφει διαφορετικό ζώο ανά περίπτωση.
- Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένας τίγρης, ένα καπλάνι όπως το λένε στο νησί μας. (Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Αθήνα 1963)
Μεταφράσεις
καπλάνι
|
|
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- καπλάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.