γαζί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαζί | τα | γαζιά |
| γενική | του | γαζιού | των | γαζιών |
| αιτιατική | το | γαζί | τα | γαζιά |
| κλητική | γαζί | γαζιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαζί < (άμεσο δάνειο) αραβική قز (qazz, μετάξι) < περσική کژ (kaž)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.