καπελάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπελάκι τα καπελάκια
      γενική
    αιτιατική το καπελάκι τα καπελάκια
     κλητική καπελάκι καπελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μωρό με καπελάκι
παιδί με κούρεμα καπελάκι

Ετυμολογία

καπελάκι < καπέλο + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

καπελάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του καπέλο
  2. κοντό κούρεμα που φτάνει μέχρι το ύψος των αυτιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.