καπελάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπελάκι | τα | καπελάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καπελάκι | τα | καπελάκια |
| κλητική | καπελάκι | καπελάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μωρό με καπελάκι

παιδί με κούρεμα καπελάκι
Ετυμολογία
- καπελάκι < καπέλο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
καπελάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του καπέλο
- κοντό κούρεμα που φτάνει μέχρι το ύψος των αυτιών
Μεταφράσεις
καπελάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.