ανθρωπωνυμικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθρωπωνυμικό τα ανθρωπωνυμικά
      γενική του ανθρωπωνυμικού των ανθρωπωνυμικών
    αιτιατική το ανθρωπωνυμικό τα ανθρωπωνυμικά
     κλητική ανθρωπωνυμικό ανθρωπωνυμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωπωνυμικό < ανθρωπωνυμικός < ανθρωπωνύμιο + -ικός[1]

Ουσιαστικό

ανθρωπωνυμικό ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανθρωπωνυμικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.