ανθρωπωνυμικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθρωπωνυμικό | τα | ανθρωπωνυμικά |
| γενική | του | ανθρωπωνυμικού | των | ανθρωπωνυμικών |
| αιτιατική | το | ανθρωπωνυμικό | τα | ανθρωπωνυμικά |
| κλητική | ανθρωπωνυμικό | ανθρωπωνυμικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθρωπωνυμικό < ανθρωπωνυμικός < ανθρωπωνύμιο + -ικός[1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανθρωπωνυμικό
|
|
Αναφορές
- ανθρωπωνυμικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανθρωπωνυμικό
- αιτιατική ενικού του ανθρωπωνυμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ανθρωπωνυμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.