κανονιοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κανονιοβολάω - κανονιοβολώ | κανονιοβολούσα | θα κανονιοβολάω - κανονιοβολώ | να κανονιοβολάω - κανονιοβολώ | κανονιοβολώντας | |
| β' ενικ. | κανονιοβολάς - κανονιοβολείς | κανονιοβολούσες | θα κανονιοβολάς - κανονιοβολείς | να κανονιοβολάς - κανονιοβολείς | κανονιοβόλα - κανονιοβόλαγε | |
| γ' ενικ. | κανονιοβολάει - κανονιοβολά - κανονιοβολεί | κανονιοβολούσε | θα κανονιοβολάει - κανονιοβολά - κανονιοβολεί | να κανονιοβολάει - κανονιοβολά - κανονιοβολεί | ||
| α' πληθ. | κανονιοβολάμε - κανονιοβολούμε | κανονιοβολούσαμε | θα κανονιοβολάμε - κανονιοβολούμε | να κανονιοβολάμε - κανονιοβολούμε | ||
| β' πληθ. | κανονιοβολάτε - κανονιοβολείτε | κανονιοβολούσατε | θα κανονιοβολάτε - κανονιοβολείτε | να κανονιοβολάτε - κανονιοβολείτε | κανονιοβολάτε - κανονιοβολείτε | |
| γ' πληθ. | κανονιοβολάν(ε) - κανονιοβολούν(ε) | κανονιοβολούσαν | θα κανονιοβολάν(ε) - κανονιοβολούν(ε) | να κανονιοβολάν(ε) - κανονιοβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κανονιοβόλησα | θα κανονιοβολήσω | να κανονιοβολήσω | κανονιοβολήσει | ||
| β' ενικ. | κανονιοβόλησες | θα κανονιοβολήσεις | να κανονιοβολήσεις | κανονιοβόλα - κανονιοβόλησε | ||
| γ' ενικ. | κανονιοβόλησε | θα κανονιοβολήσει | να κανονιοβολήσει | |||
| α' πληθ. | κανονιοβολήσαμε | θα κανονιοβολήσουμε | να κανονιοβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | κανονιοβολήσατε | θα κανονιοβολήσετε | να κανονιοβολήσετε | κανονιοβολήστε | ||
| γ' πληθ. | κανονιοβόλησαν κανονιοβολήσαν(ε) |
θα κανονιοβολήσουν(ε) | να κανονιοβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κανονιοβολήσει | είχα κανονιοβολήσει | θα έχω κανονιοβολήσει | να έχω κανονιοβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κανονιοβολήσει | είχες κανονιοβολήσει | θα έχεις κανονιοβολήσει | να έχεις κανονιοβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κανονιοβολήσει | είχε κανονιοβολήσει | θα έχει κανονιοβολήσει | να έχει κανονιοβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κανονιοβολήσει | είχαμε κανονιοβολήσει | θα έχουμε κανονιοβολήσει | να έχουμε κανονιοβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κανονιοβολήσει | είχατε κανονιοβολήσει | θα έχετε κανονιοβολήσει | να έχετε κανονιοβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κανονιοβολήσει | είχαν κανονιοβολήσει | θα έχουν κανονιοβολήσει | να έχουν κανονιοβολήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.