κανονίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κανονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος κανονίζω

Ρήμα

κανονίζομαι, πρτ.: κανονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα κανονιστώ, αόρ.: κανονίστηκα, μτχ.π.π.: κανονισμένος

  1. προγραμματίζομαι από κάποιον
    η συνάντηση κανονίστηκε για την άλλη βδομάδα
  2. παίρνω όλα τα μέτρα ώστε να εκτελέσω κάποια υποχρέωσή μου, προσέχω, κανονίζω
    Μ' έχεις στήσει τόσες φορές. Κανονίσου να μην ξανασυμβεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.