κανναβένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κανναβένιος | η | κανναβένια | το | κανναβένιο |
| γενική | του | κανναβένιου | της | κανναβένιας | του | κανναβένιου |
| αιτιατική | τον | κανναβένιο | την | κανναβένια | το | κανναβένιο |
| κλητική | κανναβένιε | κανναβένια | κανναβένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κανναβένιοι | οι | κανναβένιες | τα | κανναβένια |
| γενική | των | κανναβένιων | των | κανναβένιων | των | κανναβένιων |
| αιτιατική | τους | κανναβένιους | τις | κανναβένιες | τα | κανναβένια |
| κλητική | κανναβένιοι | κανναβένιες | κανναβένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κανναβένιος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
κανναβένιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.