κανατάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανατάδικο τα κανατάδικα
      γενική του κανατάδικου των κανατάδικων
    αιτιατική το κανατάδικο τα κανατάδικα
     κλητική κανατάδικο κανατάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανατάδικο < κανάτ(ι) + -άδικο

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.naˈta.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κανατάδικο

Ουσιαστικό

κανατάδικο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  • κανατάδικο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.