καμπανιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καμπανιστός | η | καμπανιστή | το | καμπανιστό |
| γενική | του | καμπανιστού | της | καμπανιστής | του | καμπανιστού |
| αιτιατική | τον | καμπανιστό | την | καμπανιστή | το | καμπανιστό |
| κλητική | καμπανιστέ | καμπανιστή | καμπανιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καμπανιστοί | οι | καμπανιστές | τα | καμπανιστά |
| γενική | των | καμπανιστών | των | καμπανιστών | των | καμπανιστών |
| αιτιατική | τους | καμπανιστούς | τις | καμπανιστές | τα | καμπανιστά |
| κλητική | καμπανιστοί | καμπανιστές | καμπανιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καμπανιστός < μεσαιωνική ελληνική καμπανιστός < καμπανίζω < μεσαιωνική ελληνική καμπάνα < υστερολατινική campana < λατινική Campana, θηλυκό του Campanus < Campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
Συγγενικά
- καμπανιστά
- → δείτε τις λέξεις καμπανίζω και καμπάνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.