καμπάνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμπάνια | οι | καμπάνιες |
| γενική | της | καμπάνιας | — | |
| αιτιατική | την | καμπάνια | τις | καμπάνιες |
| κλητική | καμπάνια | καμπάνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
καμπάνια θηλυκό
- εκστρατεία ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης, προβολής ή προώθησης κάποιου ζητήματος
-
καμπάνια στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.