καμιόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμιόνι τα καμιόνια
      γενική του καμιονιού των καμιονιών
    αιτιατική το καμιόνι τα καμιόνια
     κλητική καμιόνι καμιόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμιόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική camion
καμιόνι μεταφοράς δοχείων

Ουσιαστικό

καμιόνι ουδέτερο

  1. (μέσο μεταφορών) το φορτηγό
  2. μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο με ανοιχτή ή με κλειστή καρότσα, ανατρεπόμενη ή όχι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.