καμηλό
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καμηλό
<
(
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
camelot
<
αραβική
خمْلات
(
khamlat
:
μαλλί
ζώου
)
Ουσιαστικό
καμηλό
ουδέτερο
άκλιτο
χοντρό
ύφασμα
από
τρίχα
κατσίκας
,
προβάτου
,
καμήλας
κ.λπ.
Μεταφράσεις
καμηλό
γαλλικά
:
camelot
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.