καλοπλυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοπλυμένος | η | καλοπλυμένη | το | καλοπλυμένο |
| γενική | του | καλοπλυμένου | της | καλοπλυμένης | του | καλοπλυμένου |
| αιτιατική | τον | καλοπλυμένο | την | καλοπλυμένη | το | καλοπλυμένο |
| κλητική | καλοπλυμένε | καλοπλυμένη | καλοπλυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοπλυμένοι | οι | καλοπλυμένες | τα | καλοπλυμένα |
| γενική | των | καλοπλυμένων | των | καλοπλυμένων | των | καλοπλυμένων |
| αιτιατική | τους | καλοπλυμένους | τις | καλοπλυμένες | τα | καλοπλυμένα |
| κλητική | καλοπλυμένοι | καλοπλυμένες | καλοπλυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
καλοπλυμένος
- για ρούχο που είναι πλυμένο καλά
- Ο λεκές είναι ακόμα εκεί που ήτανε. Σαν να μην είναι καλοπλυμένα τα ρούχα.
- για άνθρωπο που είναι καλά πλυμένος
- Στο γιατρό πρέπει να πας καλοπλυμένος
Μεταφράσεις
καλοπλυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.