καλοθάλασσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοθάλασσος | η | καλοθάλασση | το | καλοθάλασσο |
| γενική | του | καλοθάλασσου | της | καλοθάλασσης | του | καλοθάλασσου |
| αιτιατική | τον | καλοθάλασσο | την | καλοθάλασση | το | καλοθάλασσο |
| κλητική | καλοθάλασσε | καλοθάλασση | καλοθάλασσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοθάλασσοι | οι | καλοθάλασσες | τα | καλοθάλασσα |
| γενική | των | καλοθάλασσων | των | καλοθάλασσων | των | καλοθάλασσων |
| αιτιατική | τους | καλοθάλασσους | τις | καλοθάλασσες | τα | καλοθάλασσα |
| κλητική | καλοθάλασσοι | καλοθάλασσες | καλοθάλασσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
καλοθάλασσος, -η, -ο
- που αντέχει καλά στην θάλασσα, που είναι ασφαλές και γρήγορο στην πλεύση (αναφέρεται συνήθως σε πλοίο)
- Κ’ οἱ ὀχτὼ μάτι δὲν κλείσαμε, τσιγάρο δὲ στρίψαμε ὅλη νύχτα. Ζωντανὴ θάλασσα ἔμπαινε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ πελάγωνε. Τὰ μπούνια ὀρθάνοιχτα καὶ δὲ μποροῦσαν νὰ τὴν κεφαλώσουν. Ἕνα κῦμα ἔφευγε δυὸ ἐρχόνταν. Τυχερὸ ποῦ τὸ καράβι ἦταν καλοθάλασσο κι’ ὁ καπετάνιος σωστὸ θαλασσοποῦλι. (Η δικαιοσύνη της θάλασσας, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια τῆς πλώρης, 1924)
Μεταφράσεις
καλοθάλασσος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.