καλοδουλεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοδουλεμένος | η | καλοδουλεμένη | το | καλοδουλεμένο |
| γενική | του | καλοδουλεμένου | της | καλοδουλεμένης | του | καλοδουλεμένου |
| αιτιατική | τον | καλοδουλεμένο | την | καλοδουλεμένη | το | καλοδουλεμένο |
| κλητική | καλοδουλεμένε | καλοδουλεμένη | καλοδουλεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοδουλεμένοι | οι | καλοδουλεμένες | τα | καλοδουλεμένα |
| γενική | των | καλοδουλεμένων | των | καλοδουλεμένων | των | καλοδουλεμένων |
| αιτιατική | τους | καλοδουλεμένους | τις | καλοδουλεμένες | τα | καλοδουλεμένα |
| κλητική | καλοδουλεμένοι | καλοδουλεμένες | καλοδουλεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοδουλεμένος < καλοδουλεύω / αναλύεται σε καλο- + δουλεμένος + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
καλοδουλεμένος
- κάτι που έχει τύχει καλής επεξεργασίας, που έχει δουλευτεί με καλό, με σωστό τρόπο
- Στην τάφρο 2 και σχεδόν σε όλο το βόρειο μισό τμήμα της αποκαλύφθηκαν λίθοι, που βρίσκονται κατά χώραν και των οποίων το ανατολικό όριο ορίζει καλοδουλεμένος τοίχος με κατεύθυνση Β. -Ν. (Αρχαιολογικό Δελτίον. τόμος 53, μέρος 2, τεύχος 3, σελ. 875)
Μεταφράσεις
καλοδουλεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.