καλοβολιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοβολιά | οι | καλοβολιές |
| γενική | της | καλοβολιάς | των | καλοβολιών |
| αιτιατική | την | καλοβολιά | τις | καλοβολιές |
| κλητική | καλοβολιά | καλοβολιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καλοβολιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.