καλλίτερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλλίτερος | η | καλλίτερη | το | καλλίτερο |
| γενική | του | καλλίτερου | της | καλλίτερης | του | καλλίτερου |
| αιτιατική | τον | καλλίτερο | την | καλλίτερη | το | καλλίτερο |
| κλητική | καλλίτερε | καλλίτερη | καλλίτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλλίτεροι | οι | καλλίτερες | τα | καλλίτερα |
| γενική | των | καλλίτερων | των | καλλίτερων | των | καλλίτερων |
| αιτιατική | τους | καλλίτερους | τις | καλλίτερες | τα | καλλίτερα |
| κλητική | καλλίτεροι | καλλίτερες | καλλίτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΣτΕ: με σχόλιο, ότι το 1888 ο Γεώργιος Χατζιδάκις εξήγησε ότι ο σχηματισμός γίνεται αναλογικά προς τα -ύς.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.