καλημερούδια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλημερούδια < καλημέρ(α) + -ούδια, πληθυντικός του -ούδι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.li.meˈɾu.ðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λη‐με‐ρού‐δια
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | καλημερούδια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | καλημερούδια | ||
| κλητική | καλημερούδια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
καλημερούδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το καλημέρισμα
- ≈ συνώνυμα: οι καλημέρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.